Κάποιοι σύνδεσμοι σε πηγές τεκμηρίωσης που παρατίθενται στα κείμενα ενδέχεται να μην είναι ενεργοί. Κάποιες από τις πηγές μπορούν να ανακτηθούν συμπληρώνοντας το URL του συνδέσμου (δεξί κλικ στο σύνδεσμο) στο Wayback Machine (http://archive.org/index.php)
Για μεγέθυνση ή σμίκρυνση κειμένων πατήστε το Ctlr (κάτω αριστερά του πληκτρολογίου) και μετακινείστε μπρος ή πίσω τον τροχό του ποντικιού

2.7.09

"Θέλω τη Γη και 5% Ακόμη"

Μια Mυθιστορηματική Εξιστόρηση της Προοδευτικής Κυριαρχίας του Χρήματος και των Τραπεζών
του Larry Hannigan, οικονομολόγου, Aυστραλία, www.relfe.com
(Κυκλοφορεί διαφωτιστικό βίντεο που στηρίζεται σ΄αυτό το κείμενο με τίτλο « Το Χρήμα ως Χρέος» Money as Dept - Greek Subtitles Για σχόλια: Το τραπεζικό σύστημα για αρχάριους)

.
O Φαβιανός ήταν συγκινημένos. Είχε προετοιμάσει την ομιλία που θα έδινε αύριο σε ένα κατάμεστο ακροατήριο. Ήταν χρυσοχόος. Έφτιαχνε κοσμήματα και διακοσμήσεις από ασήμι και χρυσάφι.
Αλλά αυτό δεν τον ικανοποιούσε.

Ανέκαθεν αναζητούσε φήμη και δύναμη και τώρα τα όνειρά του γινόντουσαν πραγματικότητα.

Το σχέδιό του έμπαινε σε εφαρμογή.

Μέχρι τότε η διακίνηση των αγαθών γινόταν με το σύστημα της ανταλλαγής. Στην αρχή οι ημέρες που γινόταν η ανταλλαγή των αγαθών ήταν πολύ ιδιαίτερες και αγαπητές. Υπήρχε ζωντάνια, κουβεντολόϊ και συντροφικότητα.
Γενικά, οι άνθρωποι ήταν ευτυχείς, και απολάμβαναν τους καρπούς της εργα-σίας τους. Με τον καιρό όμως, οι άνθρωποι είχαν πληθύνει και γινόταν πολύς σαματάς. Δεν υπήρχε χρόνος για κουβέντα και η κατάσταση δεν ήταν πολύ ευχάριστη.


Σε κάθε κοινότητα σχηματίστηκε μια κυβέρνηση.
Ο μοναδικός σκοπός της κυβέρνησης ήταν να διασφαλίζει τις ελευθερίες και τα δικαιώματα κάθε ατόμου και ότι κανείς δεν θα εξαναγκάζεται από άλλο άτομο ή ομάδα ατόμων να κάνει κάτι ενάντια στη θέλησή του. Αυτός και μόνον ήταν ο ρόλος του κυβερνήτη ο οποίος υποστηριζόταν εθελοντικά από την τοπική κοινότητα που τον εξέλεγε.
Παρέμενε, όμως, η δυσκολία την ημέρα της αγοράς να προσδιοριστεί το μέτρο της ανταλλαγής. Ήταν ένα μαχαίρι αξίας ενός ή δύο καλαθιών;


Ο Φαβιανός είχε αναγγείλει: "έχω τη λύση στα προβλήματα ανταλλαγής και σας προσκαλώ σε δημόσια συνεδρίαση αύριο."
Την επόμενη ημέρα σε μια μεγάλη συνέλευση στην πλατεία της πόλης ο Φαβιανός τους εξήγησε το νέο σύστημα.

Το ονόμασε "χρήματα".
Με το χρυσό που είχε θα έφτιαχνε νομίσματα, τα δολάρια, τα οποία θα ήταν το μέσον για την ανταλλαγή.

Όταν ο κυβερνήτης τον ρώτησε αν μπορούν όσοι έχουν χρυσό να φτιάξουν νομίσματα για τον εαυτό τους ο Φαβιανός είχε έτοιμη την απάντηση:
"Αυτό θα είναι παράνομο. Μόνο εκείνα τα νομίσματα που εγκρίνονται από την κυβέρνηση θα μπορούν να χρησιμοποιηθούν. Θα έχουν χαραγμένα διακριτικά για να αναγνωρίζονται.»

Η ρύθμιση αυτή φάνηκε λογική και προτάθηκε να δοθεί σε κάθε άτομο ίσος αριθμός νομισμάτων.

Αλλά τότε άρχισε ο καβγάς.
"Εγώ αξίζω πιο πολλά « έλεγε αυτός που έφτιαχνε τα κεριά. Ο καθένας χρησιμοποιεί τα κεριά μου."
"Ναι , αλλά κανένας δε ζει χωρίς τρόφιμα, σίγουρα πρέπει να πάρουμε περισσότερα νομίσματα." ισχυριζόταν ο αγρότης.

Ο Φαβιανός είχε έτοιμη τη λύση. Τους άφησε να καυγαδίζουν για κάμποση ώρα και μετά τους είπε:
"Αφού δεν μπορείτε να συμφωνήσετε, προτείνω να πάρετε από μένα τον αριθμό των νομισμάτων που θέλετε.

Δεν θα υπάρξει κανένας περιορισμός.
Αρκεί να μπορείτε να τα ξεπληρώσετε σε ένα έτος. Α
φού θα κάνω και εγώ μια δουλειά, τον ανεφοδιασμό χρημάτων, έχω δικαίωμα να πληρώνομαι για τη δουλειά μου.
Για κάθε 100 κομμάτια που θα παίρνετε θα μου δίνετε κάθε χρόνο 105. Τα 5 θα είναι η αμοιβή μου, ο τόκος»
Η πρόταση δε φάνηκε άσχημη. Το 5% φαινόταν αρκετά μικρό κόστος.

Ο Φαβιανός δεν έχασε χρόνο.

Ξημεροβραδιαζόταν να φτιάχνει νομίσματα και σε μια βδομάδα τα είχε έτοιμα. Συνωστήθηκαν όλοι στο μαγαζί του. Άλλος πήρε λίγα, άλλος περισσότερα. Εκτίμησαν τα προϊόντα τους σε δολάρια, τους έδωσαν «τιμή» ανάλογα με τον κόπο που χρειαζόντουσαν να παραχθούν ………………
Στο τέλος του έτους, ο Φαβιανός επισκέφτηκε όσους του χρωστούσαν χρήματα.

Μερικοί είχαν περισσότερα απ' ό,τι δανείστηκαν, αλλά αυτό σήμαινε ότι άλλοι είχαν λιγότερα, δεδομένου ότι υπήρξαν μόνο ορισμένα νομίσματα που εκδόθηκαν αρχικά.

Εκείνοι που είχαν περισσότερα απ' ό,τι δανείστηκαν πλήρωναν πίσω κάθε 100 νομίσματα συν τα πρόσθετα 5, αλλά ακόμα έπρεπε να δανειστούν πάλι για να συνεχίσουν.
Άλλοι ανακάλυψαν για πρώτη φορά ότι είχαν χρέος.


Ο Φαβιανός αφού υποθήκευσε κάποια από τα υπάρχοντά τους έδωσε περισσότερα χρήματα για να προσπαθήσουν να βγάλουν αυτά τα 5% που φαινόταν τόσο δύσκολο να κερδηθεί.

Κανένας δεν συνειδητοποίησε ότι συνολικά η χώρα δεν θα μπορούσε ποτέ να ξεπληρώσει το χρέος.
Γιατί ακόμα και αν ξεπληρωνόντουσαν όλα τα χρήματα θα παρέμενε πάντα χρέος αυτά τα επί πλέον 5 για κάθε 100 νομίσματα τα οποία δεν υπήρχαν, δεν είχαν «κοπεί».

Έτσι πάντα κάποιος θα είχε χρέος στο Φαβιανό.

Στο πίσω μέρος του καταστήματός του ο Φαβιανός είχε έναν ευρύχωρο χώρο και πρότεινε στους ανθρώπους να αφήνουν εκεί μερικά από τα χρήματά τους για να μην τα κουβαλάνε.
Θα τους έδινε μια απόδειξη παραλαβής για τα χρήματα που θα άφηναν για φύλαξη, μια επιταγή.
Ανάλογα με το ποσόν που άφηναν για φύλαξη και το χρόνο που το άφηναν θα πλήρωναν ένα μικρό τίμημα
Έτσι μπορούσε κανείς αντί να κουβαλάει μαζί του πολλά χρυσά νομίσματα να δίνει μια από τις επιταγές στον πωλητή ο οποίος θα μπορούσε να τις προσκομίσει στο Φαβιανό και να πάρει να χρυσά νομίσματα που αντιπροσώπευε.

Με τον τρόπο αυτό αντί για το χρυσό διακινούνταν οι επιταγές.
Οι άνθρωποι είχαν μεγάλη εμπιστοσύνη στις επιταγές.
Τις θεωρούσαν το ίδιο καλές με τα νομίσματα.

Σύντομα ο Φαβιανός παρατήρησε ότι ήταν πολύ σπάνιο να του ζητάει κανείς πίσω τα χρυσά νομίσματά του.
Σκέφτηκε:

Έχω όλο αυτό το χρυσό και ακόμη εργάζομαι σκληρά. Δεν έχει νόημα.
Ο χρυσός δεν είναι δικός μου, αλλά είναι στην κατοχή μου.
Δεν βλέπω κανέναν να έρχεται να τον ζητάει πίσω.
Γιατί να συνεχίζω να φτιάχνω άλλα νομίσματα. Θα μπορούσα να χρησιμοποιώ μερικά από αυτά που έχουν καταθέσει.

Στην αρχή ξεκίνησε να δανείζει μερικά μόνον από αυτά που είχαν κατατεθεί.
Αργότερα ξανοίχθηκε σε μεγαλύτερα ποσά.
Και όταν κάποιος του ζήτησε ένα μεγάλο δάνειο ο Φαβιανός πρότεινε αντί να του δώσει νομίσματα, να κάνει μια κατάθεση στο όνομά του και να του δώσει τις αποδείξεις κατάθεσης, τις επιταγές.

Έτσι ο δανειζόμενος πήρε ένα μπλοκ επιταγών αλλά ο χρυσός παρέμενε στο Φαβιανό.
Ο Φαβιανός με τον τρόπο αυτό δάνειζε αβέρτα φίλους, γνωστούς αλλά και εχθρούς.
Γράφοντας απλά επιταγές ήταν σε θέση να «δανείζει» χρήματα πολλαπλάσια απ αυτά που είχε στα ντουλάπια του κι αυτά δεν ήταν καν δικά του.
Μια πραγματικά πολύ προσοδοφόρα επιχείρηση.


Η κοινωνική του υπόληψη αυξανόταν το ίδιο γρήγορα με τον πλούτο του.
«Γινόταν σπουδαίος άνδρας και απαιτούσε σεβασμό.
Ήταν τραπεζίτης. Στα οικονομικά θέματα κάθε του λόγος ήταν ιερή προσταγή.

Χρυσοχόοι από άλλες πόλεις ήταν περίεργοι με τις επιχειρήσεις του.
Τον προσκάλεσαν και τους εξήγησε τι έκανε.
Σημείωσε όμως ότι:
Απαιτείται πλήρης μυστικότητα, γιατί αν μαθευόταν το σχέδιό του, θα αποτύγχανε.
Συμφώνησαν λοιπόν μια μυστική
συμμαχία.


Γύρισαν στις πόλεις τους και έκαναν αυτό που έκανε ο Φαβιανός.
Αργότερα οι χρυσοχόοι είχαν μια μυστική συνάντηση και ο Φαβιανός τους εξήγησε ένα νέο σχέδιο.

Την επόμενη μέρα κάλεσαν όλους τους κυβερνήτες και ο Φαβιανός τους είπε:
«Οι επιταγές που κόβουμε έχουν γίνει πολύ δημοφιλείς.
Αλλά μερικές παραχαράσσονται, Αυτή η πρακτική πρέπει να σταματήσει.
Η πρότασή μου είναι η εξής:
Κατ΄ αρχήν να αναλάβει η κυβέρνηση να φτιάχνει χαρτονομίσματα σε ειδικό χαρτί με πολλά και ειδικά σχέδια και κάθε τέτοιο χαρτί να είναι υπογεγραμμένο από τον πρωθυπουργό.
Εμείς ευχαρίστως θα πληρώσουμε το κόστος της παραγωγής τους αφού θα μας απαλλάξει από το να γράφουμε κάθε φορά επιταγές».
Οι κυβερνήτες αποδέχθηκαν την πρόταση.

"Δεύτερον," είπε ο Φαβιανός, "μερικοί έχουν αρχίσει να φτιάχνουν τα δικά τους χρυσά νομίσματα. Προτείνουμε να κάνετε νόμο ότι όποιος βρίσκει ψήγματα χρυσού πρέπει να τα καταθέτει και θα παίρνει χαρτονομίσματα και κέρματα».

Η όλη ιδέα φάνηκε καλή και χωρίς πολλή σκέψη τύπωσαν μεγάλο αριθμό χαρτονομισμάτων.
Μετά ξεκίνησε το δεύτερο μέρος του σχεδίου του.
Μέχρι τώρα πλήρωναν τον Φαβιανό για να φυλάει τα χρήματά τους.
Για να προσελκύσει περισσότερα χρήματα ο Φαβιανός πρόσφερε 3% τόκο για τις καταθέσεις.

Πολλοί πίστεψαν ότι απλά δάνειζε τα χρήματα τους με τόκο 5% και έτσι είχε κέρδος 2%. Και φυσικά 3% ήταν καλύτερα από το να πληρώνουν για να φυλάει τα χρήματά τους.

Η ποσότητα των χρημάτων στο θησαυροφυλάκιό του συνεχώς μεγάλωνε και έτσι μπορούσε να δανείζει $200, $300, $400 μερικές φορές μέχρι και $900 για κάθε $100 σε χαρτονομίσματα και νομίσματα που φύλαγε.
Έπρεπε να είναι προσεκτικός να μην ξεπεράσει αυτό το λόγο 1 προς 9 γιατί ένας στους δέκα ζήταγε τα χρήματά του για να τα χρησιμοποιήσει.

Με τα $900 που δάνειζε, δηλαδή που έγραφε στην επιταγή κέρδιζε $45 τόκο, δηλ.5% επί $900.
Γι αυτό, ήταν ευτυχής να πληρώνει $3 τόκο για τα αρχικά $100 τα οποία δεν φεύγανε ποτέ από το θησαυροφυλάκιο του.
Αυτό σήμαινε ότι :
για κάθε $100 απόθεμα που είχε ήταν δυνατόν να έχει κέρδος 42%, ενώ οι περισσότεροι πίστευαν ότι είχε κέρδος μόνο 2%.
Το ίδιο έκαναν και οι άλλοι χρυσοχόοι.

Δημιουργούσαν χρήμα από το τίποτα.

Δεν έφτιαχναν χρήμα οι ίδιοι, Η κυβέρνηση τύπωνε τα νομίσματα και τα έδινε στους χρυσοχόους να τα διακινήσουν.
Οι περισσότεροι άνθρωποι πίστευαν ότι η προμήθεια των χρημάτων ήταν λειτουργία της κυβέρνησης.

Πίστευαν ότι ο Φαβιανός τους δάνειζε τα χρήματα που κάποιος άλλος είχε καταθέσει αλλά ήταν παράξενο που δεν μειωνόταν η κατάθεσή του όταν δινόταν ένα δάνειο.
Αν αποφάσιζαν να αποσύρουν όλοι μαζί ταυτόχρονα τις καταθέσεις τους, η απάτη θα αποκαλυπτόταν.
Όταν ζητούσε κανείς δάνειο σε χαρτονομίσματα ή νομίσματα δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα. Απλά ο Φαβιανός εξηγούσε στην κυβέρνηση ότι η αύξηση του πληθυσμού και των εισοδημάτων απαιτούσε περισσότερα χαρτονομίσματα και τα έπαιρνε πληρώνοντας ένα μικρό ποσόν για την εκτύπωση.

Μια μέρα ένας σκεπτόμενος άνθρωπος πήγε και είδε τον Φαβιανό.
"Ο τόκος που ζητάς είναι λάθος.» του είπε:
«Για κάθε 100 $ που καταβάλλεις ζητάς να σου επιστρέφουμε 105 $.
Τα επιπλέον 5 $ δεν μπορούν να πληρωθούν ποτέ αφού δεν υπάρχουν.

Οι αγρότες παράγουν τρόφιμα, η βιομηχανία φτιάχνει αγαθά και ούτω καθ εξής, αλλά μόνον εσύ παράγεις χρήμα
.
Ας υποθέσουμε ότι υπάρχουν μόνο δύο επιχειρηματίες σε ολόκληρη τη χώρα. Δανειζόμαστε $100 ο καθένας και πληρώνουμε $90 για μισθούς και δαπάνες και έχουμε κέρδος $10 (η αμοιβή μας).
Αυτό σημαίνει ότι η συνολική αγοραστική δύναμη είναι $90 + $10 δύο φορές, δηλ. $200,
Για να σε πληρώσουμε όμως πρέπει να πουλήσουμε όλα τα προϊόντα μας για $210.

Εάν ένας από μας καταφέρει και τα πουλήσει όλα για $105, ο άλλος μπορεί μόνο να ελπίζει να πάρει $95. Ύστερα, μέρος των προϊόντων του δεν θα μπορεί να πουληθεί, αφού δεν θα υπάρχει άλλο χρήμα. Θα συνεχίζει να σου χρωστάει $10 και μπορεί να σου τα αποπληρώσει μόνο αν δανειστεί ξανά. Το σύστημα είναι αδύνατο."

Ο άνθρωπος συνέχισε:
«Άρα, πρέπει να δώσεις 105 $, δηλ. 100 σε μένα και 5 σε σένα για να ξοδευτούν. Μ’ αυτόν τον τρόπο θα υπάρχουν 105 $ στην κυκλοφορία, και το χρέος μπορεί να αποπληρωθεί."
Ο άνθρωπος συνέχιζε την ανάλυση, ο Φαβιανός τον άκουγε προσεκτικά και όταν τέλειωσε του είπε:

«Τα οικονομικά θέματα, παιδί μου είναι δύσκολα, απαιτούν πολλά χρόνια μελέτης.
Άφησε εμένα να αγχώνομαι με αυτά τα θέματα και κοίταξε τη δουλειά σου.

Πρέπει να γίνεις πιο αποδοτικός, να αυξήσεις την παραγωγή σου, να περικόψεις τις δαπάνες σου και να γίνεις καλύτερος επιχειρηματίας.
Θα είμαι πάντα πρόθυμος να σε βοηθήσω στα θέματα αυτά.»

Ο άνθρωπος έφυγε χωρίς να έχει πειστεί. Υπήρξε κάτι λάθος με τις δραστηριότητες του Φαβιανού και καταλάβαινε ότι απλά απέφυγε να απαντήσει στις ερωτήσεις του.

Οι περισσότεροι άνθρωποι, όμως, άκουγαν με σεβασμό τον Φαβιανό.
«Είναι ο ειδήμονας, οι άλλοι πρέπει να είναι λάθος.
Κοίτα πώς έχει προοδεύσει η χώρα, πώς έχει αυξηθεί η παραγωγή μας - πρέπει να προοδεύσουμε».

Για να καλύψουν τον τόκο για τα χρήματα που είχαν δανειστεί, οι έμποροι αναγκάστηκαν να αυξήσουν τις τιμές στα προϊόντα τους.

Οι εργαζόμενοι παραπονέθηκαν ότι οι αμοιβές ήταν πάρα πολύ χαμηλές.
Οι εργοδότες αρνήθηκαν να πληρώσουν υψηλότερες αμοιβές, υποστηρίζοντας ότι θα καταστρέφονταν.


Οι αγρότες δεν μπορούσαν να πετύχουν δίκαιες τιμές για τα προϊόντα τους.
Οι νοικοκυρές παραπονιόντουσαν ότι τα τρόφιμα γίνονταν απλησίαστα.

Και τελικά κάποιοι κατέβηκαν σε απεργία, κάτι πρωτόγνωρο.
Άλλοι χτυπήθηκαν από τη φτώχεια και οι φίλοι και οι συγγενείς τους δεν τα κατάφερναν να τους βοηθήσουν οικονομικά.

Οι περισσότεροι:
είχαν ξεχάσει τον πραγματικό πλούτο γύρω τους- τα εύφορα εδάφη, τα μεγάλα δάση, τα μεταλλεύματα και τα βοοειδή.
Μπορούσαν να σκεφτούν μόνο τα χρήματα τα οποία φαίνονταν συνεχώς τόσο σπάνια.
Ποτέ δεν αμφισβήτησαν το σύστημα. Πίστευαν ότι
το ήλεγχε η κυβέρνηση
.

Κάποιοι είχαν μαζέψει τα χρήματα που τους περίσσευαν και έφτιαξαν επιχειρήσεις «δανεισμού» και «χρηματοδότησης».
Μπορούσαν με τον τρόπο αυτό να παίρνουν τόκο 6% ή και παραπάνω έναντι του 3% που πλήρωναν στον Φαβιανό, αλλά μπορούσαν να δανείσουν μόνον τα χρήματα που κατείχαν.

Δεν είχαν αυτήν την παράξενη δύναμη να δημιουργούν χρήματα από το τίποτα γράφοντας απλά αριθμούς στα βιβλία.
Αυτές οι επιχειρήσεις ανησύχησαν τον Φαβιανό και τους φίλους του και έσπευσαν να ιδρύσουν δικές τους εταιρίες.
Ως επί το πλείστον εξαγόραζαν τις επιχειρήσεις των άλλων πριν αρχίσουν να λειτουργούν.

Έτσι αμέσως όλες οι επιχειρήσεις χρηματοδότησης τους ανήκαν ή ήταν υπό τον έλεγχό τους.

Η οικονομική κατάσταση χειροτέρευε συνεχώς.
Οι υπάλληλοι ήταν πεπεισμένοι ότι τα αφεντικά είχαν πάρα πολύ κέρδος.
Τα αφεντικά έλεγαν ότι οι εργαζόμενοί ήταν πάρα πολύ οκνηροί και ο καθένας κατηγορούσε κάποιον άλλο.

Οι κυβερνήτες δεν μπορούσαν να βρουν απάντηση και, εκτός αυτού, το άμεσο πρόβλημα φαινόταν να είναι να αντιμετωπιστεί η φτώχεια που είχε ενσκύψει.

Ξεκίνησαν σχέδια ευημερίας και έφτιαξαν νόμους που επέβαλλαν στους πολίτες να συνεισφέρουν σ αυτά.
Αυτό προκάλεσε οργή σε πολλούς - πίστευαν στην ντεμοντέ ιδέα να βοηθάς το γείτονά σου εθελοντικά.

"Αυτοί οι νόμοι δεν είναι παρά θεσμοθετημένη ληστεία.
Να παίρνεις κάτι από κάποιον ενάντια στη θέλησή του, ανεξάρτητα από το σκοπό για τον οποίο πρόκειται να χρησιμοποιηθεί αυτό, δεν είναι παρά κλοπή.

Αλλά όλοι αισθανόντουσαν ανίσχυροι και φοβόντουσαν την ποινή φυλάκισης αν δεν πλήρωναν.
Αυτά τα σχέδια ευημερίας έδωσαν κάποια ανακούφιση, αλλά σύντομα το πρόβλημα εμφανιζόταν ξανά και χρειάζονταν περισσότερα χρήματα για να το αντιμετωπίσουν.
Το κόστος αυτών των σχεδίων αυξανόταν όλο και πιο πολύ και η κυβέρνηση αποκτούσε συνεχώς και μεγαλύτερο μέγεθος.
Οι περισσότεροι από τους κυβερνήτες ήταν ειλικρινή άτομα που προσπαθούσαν να κάνουν το καλύτερο.
Δεν τους άρεσε να ζητούν συνεχώς περισσότερα χρήματα από τους πολίτες και τελικά, δεν είχαν άλλη επιλογή από το να δανειστούν χρήματα από το Φαβιανό και τους φίλους του.
Δεν είχαν ιδέα πώς θα μπορούσαν να τα ξεπληρώσουν.
Οι γονείς δεν μπορούσαν πλέον να τα καταφέρουν να πληρώσουν δασκάλους για τα παιδιά τους.
Δεν μπορούσαν να πληρώσουν γιατρούς.
Και αυτοί που έκαναν τις μεταφορές αποσύρονταν.

Η κυβέρνηση αναγκάστηκε να αναλάβει αυτές τις επιχειρήσεις.
Δάσκαλοι, γιατροί και πολλοί άλλοι έγιναν δημόσιοι υπάλληλοι.
Λϊγοι έβρισκαν ικανοποίηση στη δουλειά τους.

Έπαιρναν καλό μισθό αλλά έχασαν την ταυτότητά τους.
Έγιναν γρανάζια σε μια γιγάντια μηχανή.
Δεν υπήρχε χώρος για πρωτοβουλία, ούτε αναγνώριση για την προσπάθεια, το εισόδημά τους ήταν σταθερό και προχωρούσαν στην ιεραρχία μόνον όταν κάποιος ανώτερος έβγαινε στη σύνταξη ή πέθανε.

Απογοητευμένοι οι κυβερνήτες αποφάσισαν να ζητήσουν τη συμβουλή του Φαβιανού.
Τον θεωρούσαν σοφό και φαινόταν να γνωρίζει να λύνει τα οικονομικά θέματα.

Αφού άκουσε να του εξηγούν τα προβλήματα τους απάντησε:
"Πολλοί άνθρωποι δεν μπορούν να λύσουν τα προβλήματά τους – χρειάζονται κάποιον άλλον να το κάνει γι αυτούς.
Σίγουρα συμφωνείτε ότι οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν το δικαίωμα να είναι ευτυχείς και να τους παρέχονται τα προϊόντα πρώτης ανάγκης.


Ένα από τα μεγάλα ρητά μας είναι "όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι - ‘ετσι δεν είναι:»

"Λοιπόν, ο μόνος τρόπος να ισορροπηθούν τα πράγματα είναι να παρθεί ο επί πλέον πλούτος από τους πλούσιους και να δοθεί στους φτωχούς.
Εισάγετε σύστημα φορολογίας.
Όσο περισσότερα έχει κάποιος, τόσο περισσότερα πρέπει να πληρώνει.
Συλλέξτε φόρους από καθένα σύμφωνα με τη δυνατότητά του, και δώστε στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του.
Τα σχολεία και τα νοσοκομεία πρέπει να είναι ελεύθερα για εκείνους που δεν μπορούν να τα αντέξουν οικονομικά... "

Τους έβγαλε ένα λόγο για υψηλά ιδεώδη και κατέληξε:
«Επί τη ευκαιρία μην ξεχάσετε ότι μου οφείλετε χρήματα. Έχετε δανειστεί εδώ και αρκετό καιρό.
Το λιγότερο που μπορώ να κάνω για να βοηθήσω, είναι να μου πληρώσετε μόνον τον τόκο.
Θα μου χρωστάτε το κεφάλαιο, να μου πληρώσετε μόνον τον τόκο».

Έφυγαν και χωρίς να εξετάσουν τις Φαβιανές φιλοσοφίες, εισήγαγαν τον κλιμακωτό φόρο εισοδήματος – όσο περισσότερο κέρδιζε κανείς τόσο υψηλότερη ήταν η φορολογική κλίμακα. Σε κανέναν δεν άρεσε αυτό αλλά ή πλήρωναν τους φόρους ή πήγαιναν φυλακή.

ΟΙ έμποροι αναγκάστηκαν για μια ακόμη φορά να αυξήσουν τις τιμές.
Οι μισθωτοί απαίτησαν μεγαλύτερους μισθούς αναγκάζοντας πολλούς εργοδότες να κλείσουν τις επιχειρήσεις τους ή να αντικαταστήσουν τους ανθρώπους με μηχανές.
Αυτό προκάλεσε πρόσθετη ανεργία και ανάγκασε την κυβέρνηση να υιοθετήσει κι άλλα σχέδια ευημερίας


Εισήχθησαν δασμολόγια και άλλες διατάξεις προστασίας για να στηρίξουν μερικές βιομηχανίες ώστε να εξακολουθούν να υπάρχουν μόνον και μόνον για να παρέχουν απασχόληση.

Λίγοι μόνον αναρωτήθηκαν αν ο σκοπός της παραγωγής ήταν να παράγονται αγαθά ή απλά για να υπάρχει δουλειά.
Καθώς τα πράγματα χειροτέρευαν δοκίμασαν να ελέγξουν τις αμοιβές, να ελέγξουν τις τιμές και άσκησαν κάθε είδους έλεγχο.
Η κυβέρνηση προσπάθησε να εισπράξει περισσότερα χρήματα επιβάλλοντας φόρους στις πωλήσεις και κάθε είδους φόρους.
Σε μια φραντζόλα ψωμιού επιβλήθηκαν πάνω από 50 φόροι.

Εμφανίστηκαν "ειδήμονες" και κάποιοι εκλέχτηκαν στην κυβέρνηση, αλλά μετά από κάθε ετήσια συνεδρίαση επέστρεψαν χωρίς να έχει επιτευχθεί κάτι, εκτός από τις ειδήσεις για αναθεώρηση των φόρων, αλλά συνολικά ο συνολικός φόρος πάντα αυξανόταν.
Ο Φαβιανός άρχισε να απαιτεί να πληρωθούν οι τόκοι και για την πληρωμή τους απαιτείτο ένα συνεχώς και μεγαλύτερο μέρος των φορολογικών εσόδων.

Κατόπιν εμφανίστηκε η πολιτική των κομμάτων - οι άνθρωποι άρχισαν να ασχολούνται και να επιχειρηματολογούν για το ποια ομάδα κυβερνητών μπορούσε να λύσει καλύτερα τα ροβλήματα.
Ασχολιόντουσαν με προσωπικότητες, ιδεαλισμούς, ονομασίες κομμάτων, με όλα εκτός από το πραγματικό πρόβλημα.

Τα συμβούλια είχαν σκοτούρες.
Σε μια πόλη ο τόκος του χρέους ήταν μεγαλύτερος από το σύνολο των εσόδων.
Σε όλη τη χώρα ο απλήρωτος τόκος αυξανόταν συνεχώς-υπολογιζόταν τό-κος στον απλήρωτο τόκο.

Προοδευτικά ο περισσότερος πλούτος της χώρας κατέληξε να κατέχεται ή να ελέγχεται από το Φαβιανό και τους φίλους του.
Αυτό επέφερε μεγαλύτερο έλεγχο των ανθρώπων.

Ήξεραν ότι δεν θα ήταν ασφαλείς αν δεν ελεγχόταν και ο τελευταίος άνθρωπος.
Οι περισσότεροι που εναντιώνονταν στο σύστημα μπορούσαν να σιγήσουν μέσω οικονομικής πίεσης ή να εκτεθούν
σε δημόσιο περίγελω.


Για να το κάνουν αυτό ο Φαβιανός και οι φίλοι του:
εξαγόρασαν τις περισσότερες εφημερίδες, τους ραδιοσταθμούς, τις TV και επέλεξαν προσεκτικά τους ανθρώπους που θα τα λειτουργούσαν.
Πολλοί από αυτούς τους ανθρώπους είχαν ειλικρινή επιθυμία να βελτιώσουν τον κόσμο, αλλά δεν συνειδητοποιούσαν ότι τους χρησιμοποιούσαν.

Οι λύσεις τους αναφέρονταν πάντα στα αποτελέσματα των προβλημάτων και ποτέ στις αιτίες.

Υπήρχαν κάμποσες διαφορετικές εφημερίδες - μια για τη δεξιά, μια για την αριστερά, μια για τους εργαζομένους, μια για τους εργοδότες και ούτω καθεξής.

Δεν είχε σημασία σε ποιά πίστευε κανείς.
Αρκεί να μην ασχολιόταν με το πραγματικό πρόβλημα.

Το σχέδιο του Φαβιανού είχε σχεδόν ολοκληρωθεί - ολόκληρη η χώρα ήταν χρεωμένη σ΄ αυτόν.
Μέσω της εκπαίδευσης και των μέσων ενημέρωσης εξουσίαζε τον νου των ανθρώπων. Ήταν σε θέση να σκεφτούν και να πιστέψουν μόνο ό,τι ήθελε αυτός.


Από τη στιγμή που κάποιος έχει περισσότερα χρήματα από αυτά που μπορεί να ξοδέψει για ευχαρίστηση, τι απομένει για να τον διεγείρει;
Γι΄ αυτούς με τη νοοτροπία της άρχουσας τάξης, η απάντηση είναι εξουσία - ωμή εξουσία πάνω σε άλλα ανθρώπινα όντα.
Οι ιδεαλιστές χρησιμοποιήθηκαν στα μέσα ενημέρωσης και στην κυβέρνηση, αλλά οι πραγματικοί εξουσιαστές που ζητούσε ο Φαβιανός ήταν αυτοί με την νοοτροπία της άρχουσας τάξης.
Οι περισσότεροι από τους χρυσοχόους είχαν διαμορφωθεί με αυτό τον τρόπο.
Γνώριζαν το συναίσθημα του μεγάλου πλούτου, αλλά δεν τους ικανοποιούσε πλέον.
Χρειάζονταν προκλήσεις, και η εξουσία πάνω στους ανθρώπους, τις «μάζες», ήταν το απώτερο παιχνίδι.

Πίστευαν ότι ήταν ανώτεροι από όλους τους άλλους.
"Είναι δικαίωμα και καθήκον μας να εξουσιάζουμε.
Οι μάζες δεν ξέρουν τί είναι καλό γι΄ αυτές. Πρέπει να συναθροιστούν και να οργανωθούν. Να κυβερνούμε είναι το προγονικό δικαίωμά μας».

Σε όλη τη χώρα ο Φαβιανός και οι φίλοι του ήταν ιδιοκτήτες πολλών γραφείων δανεισμού. Θεωρητικά ήταν σε ανταγωνισμό ο ένας με τον άλλον, αλλά στην πραγματικότητα δούλευαν μαζί πολύ στενά.

Στη συνέχεια αφού έπεισαν κάμποσους από τους κυβερνήτες, εγκαθίδρυσαν ένα ίδρυμα που το ονόμασαν Κεντρική Τράπεζα.
Ούτε καν που διέθεσαν δικά τους χρήματα.
Για να το κάνουν αυτό χρησιμοποίησαν τις καταθέσεις των πολιτών.

Αυτό το ίδρυμα έδινε την εξωτερική εμφάνιση ότι ρύθμιζε τη χορήγηση χρημάτων και ότι ήταν κυβερνητική λειτουργία, αλλά εντελώς παράξενα, κανένας κυβερνήτης ή δημόσιος υπάλληλος δεν επιτρεπόταν να είναι στο διοικητικό συμβούλιο.

Η κυβέρνηση δεν δανειζόταν πια άμεσα από τον Φαβιανό, αλλά άρχισε να χρησιμοποιεί ένα σύστημα I.O.U.'S στην Κεντριkή τράπεζα.
Η εγγύηση που προσφερόταν ήταν τα εκτιμώμενα έσοδα από τους φόρους του επόμενου έτους.
Αυτό ήταν σε συμφωνία με το σχέδιο του Φαβιανού : να απομακρύνεται η υποψία από τον ίδιο και να μεταφέρεται σε έναν φαινομενικά κυβερνητικό οργανισμό.
Αλλά πίσω από το προσκήνιο, αυτός εξακολουθούσε να κινεί τα νήματα.

Έμμεσα, ο Φαβιανός είχε τέτοιο έλεγχο της κυβέρνησης που οι κυβερνήτες ήταν αναγκασμένοι να υιοθετήσουν τιην πρότασή του.
Καυχιόταν:
"Αφήστε με να ελέγχω τα χρήματα του έθνους και δεν με νοιάζει ποιος κάνει τους νόμους του."
Δεν είχε σημασία ποια ομάδα κυβερνητών εκλεγόταν. Ο Φαβιανός ήλεγχε το χρήμα, τη ζωτική δύναμη του έθνους.

Η κυβέρνηση έπαιρνε τα χρήματα, αλλά χρεωνόταν πάντα τόκος σε κάθε δάνειο. Όλο και πιο πολλοί εντάσσονταν στα σχέδια πρόνοιας και παροχών, και η κυβέρνηση δυσκολευόταν να ξεπληρώσει ακόμη και τον τόκο, πόσο μάλλον το κεφάλαιο.

Υπήρχαν ακόμη άνθρωποι που εξακολουθούσαν να θέτουν την ερώτηση,
" Το χρήμα είναι ένα σύστημα που έφτιαξε ο άνθρωπος.
Άρα μπορεί να ρυθμιστεί ώστε να χρησιμεύει και όχι να καταδυναστεύει."


Αλλά αυτοί οι άνθρωποι λιγόστευαν συνεχώς και οι φωνές τους χανόντουσαν στην ανόητη σκοτούρα για τον τόκο που δεν υπήρχε.
Οι υπηρεσίες άλλαζαν, άλλαζαν οι ετικέτες των κομμάτων αλλά οι καθοριστικές πολιτικές συνεχίζονταν.

Ανεξάρτητα από το ποιά κυβέρνηση ήταν "στην εξουσία", ο απώτερος σκοπός του Φαβιανού πλησίαζε χρόνο με τον χρόνο.

Το 10% των χορηγούμενων χρημάτων ήταν ακόμα με τη μορφή χαρτονομισμάτων και νομισμάτων.

Αυτό έπρεπε να καταργηθεί με τέτοιο τρόπο ώστε να μην κινήσει υποψίες.
Ενόσω οι άνθρωποι χρησιμοποιούσαν ακόμη μετρητά, ήταν ελεύθεροι να αγοράζουν και να πουλάνε όπως ήθελαν - είχαν ακόμα κάποιο έλεγχο πάνω στη ζωή τους.
Αλλά δεν ήταν πάντα ασφαλές να μεταφέρουν χαρτονομίσματα και νομίσματα.

Επιταγές δεν γινόντουσαν δεκτές έξω από την τοπική κοινωνία και γι αυτό υπήρχε ενδιαφέρον για ένα πιο εύκολο σύστημα.

Για μια ακόμη φορά ο Φαβιανός είχε την απάντηση.
Ο οργανισμός του θα εξέδιδε μια πλαστική κάρτα με το όνομα και τη φωτογραφία του κατόχου και έναν αναγνωριστικό αριθμό.
Όταν επιδεικνυόταν κάπου αυτή η κάρτα, ο υπάλληλος επικοινωνούσε με τον κεντρικό υπολογιστή για να ελέγξει την πιστωτική διαθεσιμότητα.
Αν ήταν εντάξει μπορούσε κανείς να αγοράσει ό,τι ήθελε μέχρι κάποιο ποσόν.

Στην αρχή επιτρεπόταν να ξοδέψει κανείς ένα μικρό ποσόν με πίστωση και αν αυτό αποπληρωνόταν μέσα σε ένα μήνα, δεν επιβαρύνονταν με τόκο.
Αυτό ήταν καλό για τον μισθωτό, αλλά τί γινόταν με τον επιχειρηματία;
Αυτός έπρεπε να εγκαταστήσει μηχανήματα, να παράγει αγαθά, να πληρώσει μισθούς κ.λπ. και να πουλήσει όλα τα αγαθά και να αποπληρώσει τα χρήματα.
Εάν η αποπληρωμή ξεπερνούσε το μήνα, χρεωνόταν με 1,5% για κάθε μήνα που όφειλε το χρέος, δηλ. πάνω από 18% ετησίως.

Οι επιχειρηματίες δεν είχαν άλλη επιλογή από το να προσθέσουν το 18% στην τιμή πώλησης.
Αλλά αυτά τα πρόσθετα χρήματα ή πίστωση (το 18%) δεν είχαν δανειστεί
Σε όλη τη χώρα, οι επιχειρηματίες υποχρεώθηκαν να καταβάλλουν $118 για κάθε $100 που δανειζόντουσαν, πράγμα αδύνατο – αυτά τα πρόσθετα $18 δεν είχαν ποτέ δημιουργηθεί.


Παρόλα αυτά ο Φαβιανός και οι φίλοι του αύξαναν συνεχώς το κύρος τους στην κοινωνία.
Εθεωρούντο στυλοβάτες της κοινωνίας και έχαιραν ιδιαίτερου σεβασμού.
Οι δηλώσεις τους σχετικά με τη χρηματοδότηση και την οικονομία γινόντουσαν αποδεκτές με σχεδόν θρησκευτική ευλάβεια.


Κάτω από το φορτίο των συνεχώς αυξανόμενων φόρων, πολλές μικρές επιχειρήσεις κατέρρευσαν.
Απαιτήθηκαν ειδικές άδειες για την λειτουργία των υπόλοιπων με συνέπεια να δυσκολεύονται να λειτουργήσουν.
Ο Φαβιανός κατείχε ή ήλεγχε όλες τις μεγάλες επιχειρήσεις που είχαν εκατοντάδες θυγατρικές.
Αν και εμφανίζονταν να ανταγωνίζονται η μία την άλλη, αυτός τις ήλεγχε όλες.
Τελικά όλοι οι ανταγωνιστές εξοντώθηκαν.
Οι υδραυλικοί, οι ηλεκτρολόγοι και οι περισσότερες άλλες μικρές βιομηχανίες υπέστησαν την ίδια μοίρα – τις κατάπιαν οι γιγάντιες επιχειρήσεις του Φαβιανού που όλες ήταν υπό κυβερνητική προστασία.


Ο Φαβιανός ήθελε τις πλαστικές κάρτες για να εξαφανίσει τα χαρτονομίσματα και τα νομίσματα.
Το σχέδιό του ήταν όταν θα αποσύρονταν όλα τα χαρτονομίσματα, θα ήταν σε θέση να λειτουργήσουν μόνον οι επιχειρήσεις που θα χρησιμοποιούσαν το σύστημα καρτών μέσω υπολογιστών.

Σκεφτόταν ότι κατά καιρούς κάποιοι άνθρωποι θα τοποθετούσαν σε λάθος μέρος τις κάρτες τους και δεν θα μπορούσαν να αγοράσουν ή να πουλήσουν έως ότου γινόταν επιβεβαίωση της ταυτότητάς τους.


Επεδίωκε να περάσει ένας νόμος που θα του έδινε τον απόλυτο έλεγχο - ένας νόμος που θα ανάγκαζε τον καθένα να χαράξει τον αριθμό αναγνώρισής του επάνω στο χέρι του.
Ο αριθμός θα ήταν ορατός μόνο κάτω από ειδικό φως το οποίο θα ήταν συνδεδεμένο με έναν υπολογιστή.
Κάθε υπολογιστής θα συνδεόταν με έναν γιγαντιαίο κεντρικό υπολογιστή έτσι ώστε ο Φαβιανός να μπορεί να ξέρει τα πάντα για τον καθένα.

.
.
Η ιστορία που διαβάσατε είναι φυσικά φανταστική.
Αλλά εάν την βρήκατε ανησυχητικά κοντά στην αλήθεια και επιθυμούσατε να μάθετε ποιος είναι ο Φαβιανός στην πραγματική ζωή, μια καλή αφετηρία είναι να μελετήσετε τις δραστηριότητες των άγγλων χρυσοχόων τον 16ο και 17ο αιώνα.

Για παράδειγμα, η τράπεζα της Αγγλίας η οποία ιδρυθηκε το 1694. Ο βασιλιάς William of Orange είχε οικονομικές δυσκολίες σαν αποτέλεσμα ενός πολέμου με τη Γαλλία. Οι χρυσοχόοι "του δάνεισαν" 1,2 εκατομμύριο λίβρες (ένα μεγάλο ποσό εκείνες τις ημέρες) με ορισμένους όρους:

1. Το επιτόκιο ώφειλε να είναι 8%. Έπρεπε να παραγραφεί από τη Magna Carta ότι η χρέωση ή η συλλογή τόκων επέφερε την ποινή του θανάτου.
2. Ο βασιλιάς θα χορηγούσε στους χρυσοχόους μια χάρτα για την τράπεζα που θα της έδινε το δικαίωμα να παρέχει πίστωση.
Πριν, το να εκδίδουν επιταγές για περισσότερα χρήματα από αυτά που είχαν στο απόθεμά τους ήταν εντελώς παράνομο. Η χάρτα θα το έκανε αυτό νόμιμο. Το 1694 ο William Patterson έλαβε τη χάρτα για την τράπεζα της Αγγλίας.




ΠΗΓΕΣ ΓΙΑ ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ
NESARA: The National Economic Stabilization and Recovery Act, http://www.nesara.us/
A Practical Solution to America’s Problems Money Game - The Greatest Scam Ever:
Απόσπασμα από το βιβλίο΄
"Knowledge without Wisdom" του Paul Bond.
Billions for the Bankers Liberty Australia: Banks & Money The Money Masters,
http://www.themoneymasters.com/
FAME-Foundation for the Advancement of Monetary Education,
http://www.fame.org/www.prolognet.qc.ca/clyde/money.htm
.